ΠΑΝΙΔΑ
Η Πάρνηθα με τη σημαντική έκτασή της, την πλούσια χλωρίδα της, το πολυποίκιλο ανάγλυφο της και την υψηλή προστασία που απολαμβάνει ως Εθνικός Δρυμός, Καταφύγιο θηραμάτων, Ειδική Περιοχή Προστασίας για την ορνιθοπανίδα (SPA) και περιοχή του Δικτύου Natura 2000, προσφέρει πολύ καλές συνθήκες για την ανάπτυξη της άγριας πανίδας. Έτσι, η πανίδα της Πάρνηθας παραμένει μεταξύ των πλουσιοτέρων της Αττικής και παρά τις αντιξοότητες και τις ανθρώπινες επεμβάσεις διατηρεί το μεγαλύτερο αριθμό κόκκινων ελαφιών (Cervus elaphus) στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία (Ε.Ο.Ε.) και τον Επίκουρο Καθηγητή Α. Λεγάκι (Τμήμα Βιολογίας, Ε.Κ.Π.Α.), υπάρχουν 158 είδη πουλιών στη Πάρνηθα από τα οποία τα 28 περιλαμβάνονται στην Οδηγία 79/409 Παράρτημα Ι, 102 είδη περιλαμβάνονται στη Σύμβαση της Βέρνης Παράρτημα ΙΙ, 58 είδη στη Σύμβαση της Βόννης και 18 είδη στο Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο. Επίσης υπάρχουν 39 είδη θηλαστικών από τα οποία 25 περιλαμβάνονται στο Κόκκινο Βιβλίο και 32 στη Σύμβαση της Βέρνης. Τέλος, έχουν καταγραφεί 29 είδη ερπετών και αμφίβιων, από τα οποία 24 είδη περιλαμβάνονται στη Συνθήκη της Βέρνης και 4 είδη στην Οδηγία 92/43.
Τα 17 από τα 39 θηλαστικά που απαντώνται στην Πάρνηθα είναι νυχτερίδες, οι οποίες περιλαμβάνονται στη Συνθήκη της Βέρνης και στο Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο. Η γεωμορφολογία της περιοχής (τρύπες, σπηλιές) προσφέρει καταφύγιο στις νυχτερίδες. Επίσης, οι μεγάλης ηλικίας συστάδες δέντρων και ιδίως αυτές που βρίσκονται σε υγρές περιοχές, είναι ευνοϊκές θέσεις για είδη νυχτερίδων που ζουν σε κουφάλες δέντρων. Η πληθυσμιακή κατάσταση των νυχτερίδων μπορεί και πρέπει να μελετηθεί στην Ελλάδα και ειδικά στη Πάρνηθα όπου απαντώνται αρκετά απειλούμενα είδη.
Ελάφι
Το πιο αντιπροσωπευτικό είδος θηλαστικού που απαντάται στη Πάρνηθα είναι το κόκκινο ελάφι (Cervus elaphus).
Κόκκινο ελάφι (Cervus elaphus)
Το κόκκινο ελάφι περιλαμβάνεται στα «Κινδυνεύοντα» είδη σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο, δηλαδή είδη που αντιμετωπίζουν κίνδυνο εξαφάνισης από το φυσικό τους χώρο στο άμεσο μέλλον, αποτελεί αντικείμενο προστασίας βάσει της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και εντάσσεται στο Παράρτημα ΙΙΙ της Συνθήκης της Βέρνης.
Η Πάρνηθα διατηρεί τον πιο ακμαίο πληθυσμό στην Ελλάδα που συμμετέχει ως φυσικός βοσκητής στο οικοσύστημά της. Πρόκειται για τον μοναδικό φυσικό πληθυσμό στη χώρα, το 75% του οποίου είναι αυτόχθονος, δηλαδή απόγονοι ελαφιών που ζούσαν πάντα στην Πάρνηθα και αποτελεί έναν ξεχωριστό απομονωμένο υποπληθυσμό.
Το κόκκινο ελάφι ανήκει στη Τάξη Αρτιοδάκτυλα (Artiodactyla), και στην οικογένεια των Ελαφίδων (Cervidae). Τα αρσενικά ζυγίζουν από 85-240 kg και τα θηλυκά από 80-110 kg, με προσδόκιμο χρόνο ζωής τα 12-15 χρόνια και σπάνια τα 20-25 χρόνια.
Αποτελεί ένα από τα ομορφότερα θηλαστικά της χώρας μας. Έχει στενόμακρο δυνατό σώμα, μακρύ λαιμό, ψηλά και ισχυρά πόδια που καταλήγουν σε οπλές. Το καλοκαίρι το τρίχωμά του έχει κόκκινο καφετί ως κοκκινόξανθο χρώμα, ενώ το χειμώνα γίνεται σκούρο καφετί γκρίζο. Τα νεογέννητα και τα μικρά, ηλικίας 6-7 μηνών, έχουν ανοιχτό κοκκινωπό ή κοκκινόφαιο τρίχωμα και πολυάριθμες κρεμ – λευκές κηλίδες στις πλευρές του σώματος. Κέρατα έχουν μόνο τα αρσενικά, τα οποία απορρίπτονται κάθε χρόνο.
Πρόκειται για δασόβιο είδος που προτιμά τα πλατύφυλλα ή μεικτά και αραιά κωνοφόρα δάση, με πλούσιο υπόροφο, αρκετά διάκενα και χορτολιβαδικές εκτάσεις, που προσφέρουν ποικιλία ποώδους και θαμνώδους βλάστησης. Μετακινείται σε διάφορα υψόμετρα ανάλογα με την εποχή του έτους και τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή. Το καλοκαίρι το συναντάμε στα διάκενα του ελατόδασους, σε επίπεδα λιβάδια και οροπέδια της Πάρνηθας, επιλέγοντας δροσερά σημεία, κυρίως με Β-ΒΔ εκθέσεις. Παραμένει κοντά σε πηγές και ρέματα, αποφεύγοντας τις απότομες κλίσεις, ενώ η ύπαρξη των πλατύφυλλων ειδών βλάστησης αποτελεί σημαντικό κριτήριο για την παραμονή του στη περιοχή. Το χειμώνα κατεβαίνει σε χαμηλά υψόμετρα, όπου βρίσκει καταφύγιο στα πευκοδάση, σε περιοχές με μικρή χιονοκάλυψη και προφυλαγμένες από τους ισχυρούς ΒΔ ανέμους.
Το ελάφι δεν αλλάζει εύκολα το περιβάλλον στο οποίο ζει. Στις περιπτώσεις όμως υπερπληθυσμού, έντονης διαταραχής (π.χ φωτιά), έλλειψης τροφής και νερού ή δυσμενών καιρικών συνθηκών, αναγκάζεται να μετακινηθεί σε ευνοϊκότερες περιοχές, διασχίζοντας καμιά φορά αρκετά μεγάλες αποστάσεις. Η μετανάστευση των ζώων έχει προκαθορισμένο δρομολόγιο και συγκεκριμένο τόπο προορισμού και πάντοτε συνοδεύεται με ταξίδι επιστροφής στην αρχική θέση αναχώρησης.
Οι εποχιακές μεταναστεύσεις των ελαφιών έχουν ως σκοπό την επιβίωση των ατόμων και συνδέονται με την αναζήτηση ευνοϊκότερων κλιματικών συνθηκών και με την εξασφάλιση τροφής για μία ορισμένη χρονική περίοδο, στο τέλος της οποίας τα ζώα επιστρέφουν στον τόπο προέλευσης. Πραγματοποιούνται δύο φορές το χρόνο, η μία στο τέλος της άνοιξης και η άλλη στο τέλος του φθινοπώρου. Τα κυριότερα περάσματα στην περιοχή της Πάρνηθας είναι από Κιάφα Πλατάνα προς Κλιμέντι και αντίστοιχα, από Λοιμικό- Σαλονίκη προς Μόλα, από Ανάκτορα Τατοίου προς Φλαμπούρι κ.α.
Οι μεταναστεύσεις κατά την περίοδο της αναπαραγωγής έχουν ως σκοπό τη διατήρηση του πληθυσμού και σχετίζονται με την εξασφάλιση ευνοϊκότερων συνθηκών αναπαραγωγής και ανάπτυξης των νεογνών. Παρατηρούνται μετακινήσεις από τις χαμηλότερες προς τις υψηλότερες περιοχές. Τα πιο χαρακτηριστικά σημεία αναπαραγωγής είναι Κιάφα Πλατάνα, Ρουμάνι, Λοιμικό, Μόλα, όπως και οι ρεματιές Μαυρόρεμα, Γκούρας, Κυριάκι, Χούνη, Χάραδρος. Μετά το τέλος της αναπαραγωγής τα αρσενικά μετακινούνται σε ήσυχα μέρη με πλούσια βλάστηση όπως η Σκίπιζα, το Κανταλίδι, το Μπάφι κ.α.
Επισημαίνεται ότι μετά τη πυρκαγιά πολλοί πληθυσμοί ελαφιών μετακινήθηκαν προς περιοχές όπως το Τατόϊ, τα Δερβενοχώρια, ο Αυλώνας και γενικά στις άκαυτες ζώνες.
Το κόκκινο ελάφι είναι είδος φυτοφάγο. Η τροφή του αποτελείται κυρίως από κάστανα, ψευδοπλάτανο, οξιά, ιτιά, φράξο, κισσός, αγριαχλαδιά, βατόμουρα και διάφορα είδη γράστεων και ποών. Τρέφεται επίσης και με γεωργικά και κτηνοτροφικά είδη όπως βίκο, μπιζέλια, καλαμπόκι, τεύτλα, γεώμηλα κ.α. Σε περιοχές και κατά τις εποχές όπου οι πόες αφθονούν, το ελάφι επιλέγει αυτές ως κύρια τροφή, ενώ τα θαμνώδη και ξυλώδη φυτά έχουν δευτερεύουσα σημασία. Επίσης επιλέγουν αγρωστώδη, όταν αυτά είναι χλωρά και έχουν υψηλή σχέση φύλλων – στελεχών.
Το ελάφι είναι κοινωνικό είδος και ζει σε αγέλες, όπου επικρατεί τέλεια οργάνωση και ιεραρχία. Τα αρσενικά ζουν ξεχωριστά από τα θηλυκά, εκτός της αναπαραγωγικής περιόδου. Σχηματίζουν ανεξάρτητες μικρές ομάδες των 4-6 ατόμων. Οι αγέλες των θηλυκών συμπεριλαμβάνουν και τα μικρά τους, ηλικίας 1-3 ετών και συνήθως αποτελούνται από 12-20 άτομα, όπου την ηγεσία αναλαμβάνει το πιο ηλικιωμένο θηλυκό. Σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούν στην Πάρνηθα, η περίοδος αναπαραγωγής του ελαφιού αρχίζει από τα τέλη Αυγούστου και διαρκεί ως τα μέσα Οκτωβρίου. Κατάλληλες θέσεις για αναπαραγωγή στην περιοχή της Πάρνηθας αποτελούν οι θέσεις Βιλιάνι, Κιάφα Πλατάνα, Λοιμικό, Μόλα, Γκούρα, Λιμέντι, Ρουμάνι. Κατάλληλα διάκενα για αναπαραγωγικές δραστηριότητες υπάρχουν και στη Σαλονίκη, στη Μπόρτιζα, στη περιοχή Πλατάνα κ.α.
Λύκος (Canis lupus)
Η επανεμφάνιση του λύκου στην Πάρνηθα εντοπίζεται από το 2012 στον Εθνικό Δρυμό (αρχικά από παρατηρήσεις εργαζομένων), ενώ είχε εξαφανιστεί από τη δεκαετία του 60. Η φυσική διαδικασία διασποράς του ζώου βρήκε στην Πάρνηθα κατάλληλες συνθήκες εποικισμού, καθώς η παρουσία του ελαφιού εξασφαλίζει τροφή. Ο λύκος προστατεύεται από την κοινοτική νομοθεσία, με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, για τα είδη και τους τύπους οικοτόπων, αποτελεί είδος προτεραιότητας (92/43/Annex II, IV) και είναι υποχρέωση της χώρας η διατήρηση της παρούσας κατάστασης πληθυσμιακού δυναμικού και της παρούσας χωρικής κατανομής στην περιοχή νοτίως του 39ου παράλληλου.
Λοιπά Θηλαστικά
Κρητικός Αίγαγρος (Capra aegagrus cretica)
Υπάρχει ένας αξιόλογος πληθυσμός Κρητικού αίγαγρου (Capra aegagrus cretica), κοινώς γνωστό ως Κρι-κρι, ο οποίος εισήχθη στο δρυμό το 1961, από την Κρήτη.
Ζαρκάδι (Capreolus capreolus)
Στην περιοχή της Πάρνηθας απαντάται και ένας μικρός πληθυσμός ζαρκαδιών, χωρίς ωστόσο να υπάρχει εκτίμηση πληθυσμού ή κάποια μελέτη πάνω στο συγκεκριμένο είδος.
Οι μετακινήσεις των ελαφιών προς βιοτόπους χαμηλού υψομέτρου είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα την άσκηση ισχυροτέρων πιέσεων στους βιοτόπους και κατ’ επέκταση στους πληθυσμούς των ζαρκαδιών (πηγή Ρουμάνι, Αγ. Παρασκευή, Βούτημα, Σαλονίκη, Α. Νικόλαος κ.α.).
Σκατζόχοιρος (Erinaceus concolor)
Το είδος χαρακτηρίζεται από το ανοιχτό χρώμα του στήθους, σε αντίθεση με το υπόλοιπο σκουρότερο της κοιλιάς. Το μήκος κυμαίνεται από 225-275 χλστ. Απαντάται κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη και είναι το μοναδικό είδος σκαντζόχοιρου που επικρατεί στη Κρήτη και σε άλλα ελληνικά νησιά. Βρίσκεται σε δασικές εκτάσεις, θαμνώδεις και χορτολιβαδικές εκτάσεις, δεντροστοιχίες, κήπους, πάρκα κλπ. Είναι νυκτόβιο είδος. Η χειμερία νάρκη διαρκεί από τον Οκτώβριο έως τον Απρίλιο. Τρέφεται με έντομα, σκουλήκια, σαλιγκάρια.
Τυφλασπάλακας (Talpa caeca)
Απαντάται στο μεσογειακό χώρο και μόνο στις ηπειρωτικές περιοχές. Βρίσκεται σε λιβαδικές εκτάσεις και σε δασικές εκτάσεις πλατύφυλλων ειδών. Περνάει τη ζωή του σχεδόν μόνιμα κάτω από το έδαφος. Τρέφεται με σκουλήκια, λάρβες εντόμων και άλλα ασπόνδυλα.
Σπιτομυγαλίδα (Crocidura russula)
Είναι το πιο διαδεδομένο είδος μυγαλίδων. Μήκος σώματος 65-85 χλστ. και μήκος ουράς 35-50 χλστ. Απαντάται σε λιβάδια, δασικές εκτάσεις, δενδροστοιχίες και γενικά σε ξερό έδαφος. Τρέφεται με έντομα, αράχνες, ψείρες, σαλιγκάρια.
Χωραφομυγαλίδα (Crocidura leucodon)
Μήκος κεφαλής και σώματος κυμαίνεται από 65-85 χιλ ενώ τα πίσω πόδια δεν ξεπερνούν τα 13 χιλ. απαντάται σε λιβάδια, δασικές εκτάσεις, δενδροστοιχίες και γενικά σε ξηρό έδαφος.
Κηπομυγαλίδα (Crocidura suaveolens)
Παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με τη crocidura russula και χρησιμοποιεί εξίσου τον ίδιο οικότοπο.
Eτρουσκομυγαλίδα (Suncus etruscus)
Είναι η πιο μικρή μυγαλίδα και ένα από τα πιο μικρά θηλαστικά στο κόσμο με κεφάλι και σώμα μικρότερο από 45 χιλ. Απαντάται σε λιβάδια, λόγγους, κήπους ενώ συχνά βρίσκεται κάτω από πέτρες και κούτσουρα. Υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες για το συγκεκριμένο είδος.
Νυχτονόμος (Tadarida taeniotis)
Χαρακτηρίζεται από το μεγάλο της μέγεθος και είναι ένα από τα μεγαλύτερα είδη στην Ευρώπη. Είναι η μόνη νυχτερίδα στην Ευρώπη της οποίας η ουρά προεξέχει αρκετά από τη μεμβράνη. Απαντάται κυρίως σε λοφώδεις περιοχές ή σε θαλάσσιους βράχους αλλά βρίσκεται συχνά και σε πόλεις.
Τρανορινόλοφος (Rhinolophus ferrumequinum)
Είναι η μεγαλύτερη πεταλοειδής νυχτερίδα (μήκος βραχιόνων 50-61 χιλ). Απαντάται σε δασώδεις περιοχές, σε σπηλιές, σήραγγες και σε κελάρια.
Μικρορινόλοφος (Rhinolophus hipposideros)
Είναι η μικρότερη πεταλοειδής νυχτερίδα της Ευρώπης (μήκος βραχιόνων 35-42 χιλ). Απαντάται σε δασώδεις περιοχές, σε σπηλιές, σήραγγες και κελάρια.
Ρινόλοφος του Blasius (Rhinilophus blasii)
Μεσαίου μεγέθους πεταλοειδής νυχτερίδα (μήκος βραχιόνων 44-50 χιλ). Απαντάται κυρίως σε σπηλιές.
Τρανονυχτερίδα (Eptesicus serotinus)
Μήκος βραχιόνων 48-55 χιλ. Απαντάται κυρίως σε δάση αλλά και γύρω από φάρμες. Συχνάζει επίσης σε δέντρα, κτίρια και περιστασιακά σε σπηλιές.
Πτερυγονυχτερίδα (Miniopterus schreibersi)
Μικρή νυχτερίδα με τρίχωμα και κεφάλι κοντά και στητά, και πολύ μεγάλα πτερύγια (μήκος βραχιόνων 42-48 χιλ). Απαντάται κυρίως στην ύπαιθρο, σε σπηλιές και μερικές φορές σε κτίρια.
Μικρομυωτίδα (Myotis blythi)
Λίγο μικρότερη από την τρανομυωτίδα με μήκος βραχιόνων 54-60 χιλ. απαντάται κυρίως σε ανοιχτές, αραιά δασωμένες περιοχές. Κουρνιάζουν σε σπηλιές και σε κτίρια σε όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Πυρρομυωτίδα (Myotis emarginatus)
Μικρή νυχτερίδα στις αποχρώσεις του κόκκινου και του καφέ. Η άκρη της μεμβράνης της ουράς με αραιό τρίχωμα (μήκος βραχιόνων 36-42 χιλ). Απαντάται σε σπηλιές και ορυχεία το χειμώνα, σε δέντρα και κτίρια το καλοκαίρι.
Τρανομυώτιδα (Myotis myotis)
Πολύ μεγάλη νυχτερίδα με μήκος βραχιόνων 57-67 χιλ. Απαντάται κυρίως σε ανοιχτές αραιές δασώδεις περιοχές. Κουρνιάζουν σε σπηλιές και σε κτίρια σε όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Μικρονυκτοβάτης (Nyctalus leisleri)
Πρόκειται για σπάνιο είδος και απαντάται σε δασώδεις εκτάσεις όπου κουρνιάζουν κυρίως σε κουφάλες δεντρων και περιστασιακά σε κτίρια.
Νυκτοβάτης (Nyctalus noctula)
Τρίχωμα χρώματος χρυσού-καφέ με στενά φτερά και μήκος βραχιόνων 46-55 χιλ. απαντάται σε δασώδεις περιοχές και κουρνιάζουν σε δέντρα.
Λευκονυχτερίδα (Pipistrellus kuhli)
Ελαφρύτερο από άλλα είδη αυτής της οικογένειας με μήκος βραχιόνων 32-35 χιλ. απαντάται σε δασώδεις εκτάσεις, αγροκτήματα, ρεικότοπους, αλλά συνήθως κοντά σε νερό. Κουρνιάζουν σε κτίρια και δέντρα όλες τις εποχές, μερικές φορές το χειμώνα.
Νυχτερίδα του Nathusius (Pipistrellus nathusii)
Το είδος αυτό παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την κοινή νυχτερίδα αυτής της οικογένειας, μόνο που το χρώμα του δεν είναι ομοιόμορφο (μήκος βραχιόνων 32-35 χιλ). Απαντάται κυρίως σε δασώδεις εκτάσεις.
Νανονυχτερίδα (Pipistrellus pipistrellus)
Πρόκειται για το πιο κοινό είδος αυτής της οικογένειας, το χρώμα του οποίου είναι ενιαίο (μήκος βραχιόνων 28-34 χιλ). απαντάται σε δασώδεις εκτάσεις, αγροκτήματα, ρεικότοπους αλλά συνήθως κοντά σε νερό. Κουρνιάζουν σε κτίρια και δέντρα όλες τις εποχές, μερικές φορές σε σπηλιές το χειμώνα.
Βουνονυχτερίδα (Pipistrellus savii)
Έχει μήκος βραχιόνων 32-38 χιλ. απαντάται σε δασώδεις εκτάσεις, αγροκτήματα, ρεικότοπους αλλά συνήθως κοντά σε νερό. Κουρνιάζουν σε κτίρια και δέντρα όλες τις εποχές, μερικές φορές σε σπηλιές το χειμώνα.
Ωτονυχτερίδα (Plecotus auritus)
Το είδος αυτό χαρακτηρίζεται από τα πολύ μεγάλα αυτιά που το καθιστούν ξεχωριστό από τα άλλα είδη νυχτερίδων της Ευρώπης (μήκος βραχιόνων 34-41 χιλ). Απαντάται σε δασώδεις εκτάσεις. Κουρνιάζουν σε δέντρα και κτίρια σε όλη τη διάρκεια του χρόνου μερικές φορές σε σπηλιές το χειμώνα.
Παρδαλονυχτερίδα (Vespertilio murinus)
Το είδος αυτό χαρακτηρίζεται από τα πλατιά και στρογγυλευμένα αυτιά του (μήκος βραχιόνων 40-48 χιλ). Απαντάται σε δασώδεις περιοχές, αγροκτήματα, συχνά σε πόλεις. Το καλοκαίρι κουρνιάζουν σε δέντρα, κτίρια και σχισμές βράχων, το χειμώνα σε βαθιές σπηλιές και κελάρια.
Λαγός (Lepus capensis)
Το τρίχωμά του είναι κίτρινο-καφέ σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, τα πόδια του μακριά. Τα αυτιά του επίσης μακριά και με μαύρα στίγματα. Ο λαγός αυτός ζει κυρίως σε αγροικίες και βρίσκεται επίσης σε ανοιχτές δασώδεις εκτάσεις.
Δενδρομυωξός (Dryomis nitedula)
Μαύρη απόχρωση γύρω από τους οφθαλμούς, κοντά αυτιά. Σώμα και κεφάλι 80-130 χιλ, ουρά 80-95 χιλ. απαντάται σε δασικές εκτάσεις κυρίως πλατύφυλλων ειδών, ειδικά όπου υπάρχουν πυκνοί θάμνοι.
Δασομυωξός (Glis glis)
Πρόκειται για το πιο μεγάλο είδος της οικογένειας. Δεν έχει μαύρη απόχρωση γύρω από τους οφθαλμούς, αλλά μαύρους κύκλους που τονίζουν το μέγεθός τους (σώμα 130-190 χιλ, ουρά 110-150 χιλ). Χτίζουν φωλιές ψηλά σε θόλους δέντρων και τρέφονται με καρπούς και σπόρους.
Μικροτυφλοποντικός (Spalax leucodon)
Πρόκειται για είδος λίγο μικρότερο από το s.micropthalmus (σώμα 26 εκ, πίσω πόδια 20-25 χιλ. απαντάται σε γρασίδι και σε καλλιεργημένο έδαφος.
Νανοκρικετός (Cricetulus migratorius)
Είδος του μεγέθους των ποντικών χωρίς μαύρα στίγματα (σώμα 90-110 χιλ, ουρά 22-28 χιλ). Απαντάται σε γρασίδι και σε ανοιχτές δασικές εκτάσεις.
Αρουραίος Μεσογείου (Microtus guentheri)
Άσπρα πόδια, ουρά μακριά και ανοιχτόχρωμη (σώμα 100-120 χιλ, ουρά 20-30 χιλ). Απαντάται σε ξερό γρασίδι, λειμώνες και καλλιέργειες όπου μπορεί να προκαλέσει ιδιαίτερες καταστροφές.
Σκαπτοποντικός savi (Pitimys savii)
Παρουσιάζει αρκετές εξωτερικές ομοιότητες με το είδος pitymys subterraneus (σώμα 85-105 χιλ, ουρά 25-35 χιλ, πίσω πόδια 14-16 χιλ).
Βραχοποντικός (Apodemus mystacinus)
Αυτό το είδος ποντικών είναι το πιο μεγάλο και το πιο γκρίζο από κάθε άλλο της οικογένειας apodemus (σώμα 100-130 χιλ, ουρά 105-140 χιλ). Απαντάται σε ξηρές δασικές περιοχές και σε βραχώδεις εκτάσεις που καλύπτονται από θάμνους.
Δασοποντικός (Apodenus sylvaticus)
Πρόκειται για το πιο κοινό είδος ποντικών στις περισσότερες περιοχές της Ευρώπης (σώμα 80-110 χιλ, ουρά 70-115 χιλ).Αποτελεί το κυρίαρχο είδος των δασικών εκτάσεων, εντοπίζεται όμως και σε κήπους, σε φράχτες από θάμνους και σε βράχους. Συχνά απαντάται σε σπίτια και αγροικίες.
Κρικοποντικός (Apodemus flavicollis)
Παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το είδος apodemus sylvaticus (κεφάλι και ουρά 90-120 χιλ.). Απαντάται κυρίως σε δασικές εκτάσεις αλλά και σε δεντρόκηπους και περιβόλια. Βρίσκεται συχνά σε κωνοφόρα δάση και περιορίζεται στα στενά όρια τους.
Μαυροποντικός (Rattus rattus)
Το χρώμα του τριχώματος ποικίλλει μεταξύ μαύρου, καφέ και γκρί ή καφέ και άσπρο (κεφάλι και σώμα 16-23 εκ, ουρά 18-25 εκ.). Βρίσκεται σε κτίρια όπως αποθήκες, φάρμες.
Δεκατιστής (Rattus norvegicus)
Συνήθως καφέ, κάποιες φορές το τρίχωμα του μπορεί να είναι και μαύρο. Ουρά λεπτή και χωρίς τρίχωμα στο κεφάλι και σώμα 20-26 εκ, ουρά 17-23 εκ). Απαντάται στις περιοχές όπου κατοικεί ο άνθρωπος (υπόνομοι, κελάρια). Συναντάται επίσης σε ακτές, εκβολές ποταμών κτλ.
Σταχτοποντικός (Mus domesticus)
Πρόκειται για υποδιαίρεση του είδους Μus musculus και είναι το πιο σκουρόχρωμο ποντίκι της Ευρώπης (κεφάλι και σώμα 75-95 χιλ, ουρά 70-95 χιλ). Ζει κυρίως μέσα ή γύρω από σπίτια, αγροικίες, αποθήκες και εργοστάσια αλλά και σε κήπους, θάμνους, βράχους κτλ.
Αλεπού (Vulpes vulpes)
Συνήθως χρώματος κόκκινου – καφέ και σε μερικές περιπτώσεις μαύρα στίγματα στο λαιμό και στο κάτω μέρος (κεφάλι και σώμα μέχρι 75 εκ. ουρά μέχρι 45 εκ.). Απαντάται σε δάση, ρεικότοπους, σε βουνά, αγροικίες και όλο και περισσότερο σε πόλεις.
Νυφίτσα (Mustela nivalis)
Πρόκειται για το μικρότερο σαρκοφάγο. Το μέγεθος του είδους ποικίλλει. Η ουρά είναι κοντή και χωρίς μαύρη κηλίδα (κεφάλι και σώμα 13-23 εκ, ουρά 3-6 εκ.). Απαντάται σε όλους τους χερσαίους οικότοπους.
Κουνάβι (Martes foina)
Άσπρη κηλίδα στο λαιμό με μέγεθος που ποικίλλει (κεφάλι και σώμα 40-48 εκ, ουρά 22-26 εκ.). Απαντάται σε δασικές εκτάσεις με φυλλοβόλα δέντρα και σε βραχώδεις περιοχές.
Ασβός (Meles meles)
Ξεχωρίζει από τη μαύρη λωρίδα που καλύπτει το άσπρο κεφάλι του (κεφάλι και σώμα 67-80 εκ, ουρά 12-19 εκ). Απαντάται σε δάση φυλλοβόλων κυρίως δέντρων και σε λιβάδια.
Όλα τα καταγεγραμμένα, μέχρι στιγμής, είδη των αμφίβιων και ερπετών που απαντώνται στους βιοτόπους της Πάρνηθας, βρίσκονται και σε όλη την Ελλάδα σε διάφορους οικότοπους και υψόμετρα. Με εξαίρεση τα βατράχια Bufo viridis και Bufo bufo που περνούν ένα μέρος της ζωής τους σε ξηρούς βιότοπους, τα αμφίβια βρίσκονται κανονικά σε υγροβιότοπους και μόνιμα νερά. Τα διάφορα ρέματα που απαντώνται στη Πάρνηθα συνιστούν κατάλληλους βιότοπους για τα είδη των αμφιβίων και η προστασία της υδρόβιας πανίδας προϋποθέτει προστασία των υγροτόπων. Τα ερπετά είναι συνδεδεμένα με ξηρούς βιοτόπους και δεν κινδυνεύουν ιδιαίτερα παρά μόνο από πυρκαγιές.
Πηγή: Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας