Εικασίες και φήμες περί σκόπιμης απελευθέρωσης άγριων ζώων από οικολογικές οργανώσεις έχουν διαδοθεί ευρέως τελευταία. Πρόσφατα, 17 περιβαλλοντικές οργανώσεις, ανάμεσά τους το WWF, η Greenpeace, o Αρκτούρος, η Καλλιστώ, η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία κ.α. έδωσαν στη δημοσιότητα κοινή διακήρυξη διαψεύδοντας κατηγορηματικά τα σενάρια αυτά και τονίζοντας πως, η απελευθέρωση άγριων ζώων είναι πρακτικά αδύνατη, κι ότι ακόμα κι αν ήταν εφικτή, εγκυμονεί πολύ σοβαρούς κινδύνους για τη φύση. Οι οργανώσεις επισημαίνουν ότι προγράμματα επανεισαγωγής εγκρίνονται αποκλειστικά και μόνο σε χώρες, περιοχές και περιπτώσεις που κάποια είδη έχουν ήδη εξαφανισθεί, ή βρίσκονται στα όρια της εξαφάνισης. Στην Ελλάδα, τέτοια προγράμματα δεν έχουν υλοποιηθεί ποτέ. Η επανεισαγωγή πρέπει να μελετηθεί ενδελεχώς καθώς η τύχη των άγριων ζώων που θα απελευθερωθούν σε μια περιοχή θα είναι μάλλον και πάλι η εξαφάνιση αν προηγουμένως δεν εξακριβωθούν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν.
Τι λένε οι κυνηγοί
«Τέτοιες φήμες κυκλοφορούν και στους κύκλους των κυνηγών», παραδέχεται από την πλευρά του ο κ. Κώστας Λουρής, δημοσιογράφος και κυνηγός, διαχειριστής του ιστότοπου ihunt.gr “Δεν νομίζω όμως ότι έχουν βάση, για ποιον λόγο να το κάνει αυτό μια οργάνωση; Οτιδήποτε μπορεί να συνυπάρξει αρμονικά στη φύση είναι κάτι θετικό, ισχύει και για τους λύκους αυτό, και οι κυνηγοί θα το βοηθήσουν. Παρά το ότι μάς σκοτώνουν κυνηγόσκυλα, κανένας κυνηγός δεν θα σκοτώσει λύκο, άλλωστε απαγορεύεται αυστηρά», συμπληρώνει ο ίδιος υπενθυμίζοντας ότι ο λύκος περιλαμβάνεται στο «κόκκινο βιβλίο» με τα απειλούμενα είδη στην Ελλάδα. Για τους κυνηγούς, με δεδομένη την αυξητική τάση του πληθυσμού των λύκων, υπάρχει ανάγκη συστηματικής πανελλαδικής παρακολούθησης του. Για να μην γίνονται εχθρικές οι τοπικές κοινωνίες απέναντί του, θεωρούν ότι πρέπει να υπάρξει μέριμνα από την πολιτεία για γρήγορες αποζημιώσεις, όχι μόνο σε κτηνοτρόφους που τα κοπάδια τους δέχθηκαν επιθέσεις, αλλά και σε κυνηγούς που έχασαν σκυλιά τους από την ίδια αιτία.
Ο διωγμός του λύκου είχε πάρει έκταση, κυνηγήθηκε άγρια με δολώματα και δηλητήρια. Η θανάτωσή του, μαζί με το τσακάλι, ως «επιβλαβούς» είδους, επιτρεπόταν μέχρι το 1981. Λόγω της αραιής πληθυσμιακής πυκνότητάς του, η μείωση του πληθυσμού του σε σημείο εξαφάνισης ήρθε ως φυσικό επακόλουθο. Με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την υπογραφή και την επικύρωση διεθνών συμβάσεων, τα δεδομένα άλλαξαν. Υπό το ευρωπαϊκό πλαίσιο, η πανίδα δεν υπόκειται σε γεωγραφικά σύνορα, αποτελεί μια φυσική συνέχεια που «μοιράζεται» μεταξύ των κρατών-μελών. Απ’ τη στιγμή που η Ελλάδα υπέγραψε τις ευρωπαϊκές συνθήκες για την προστασία της άγριας ζωής, έπρεπε να τις εφαρμόσει. Ετσι η «επικήρυξη» και η καταστροφική εκστρατεία εναντίον του λύκου σταμάτησε.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε τρία βασικά πράγματα: Σε αντίθεση με την κεντρική Ευρώπη, οι λύκοι δεν εξαφανίστηκαν ποτέ από την Ελλάδα, όπως και από άλλες χώρες της Μεσογείου και των Βαλκανίων, γεγονός που οφείλεται κυρίως στον τρόπο οργάνωσης των αγροτικών κοινωνιών και στην εντελώς διαφορετική κουλτούρα πρόσληψης της φύσης σε σχέση με τις αγροτικές κοινωνίες της κεντρικής Ευρώπης. Στην Ελλάδα, επίσης, δεν υπήρξε ποτέ συστηματική εκστρατεία εξόντωσης του λύκου, όπως συνέβη π.χ. στη Γαλλία ή στις ΗΠΑ. Τέλος, αντίθετα με την επικρατούσα άποψη περί μαρασμού και συρρίκνωσης της ελληνικής φύσης –κάτι που βεβαίως ισχύει για τα περιαστικά δάση–, το φυσικό περιβάλλον των ορεινών και ημιορεινών περιοχών της ηπειρωτικής Ελλάδας ανέκαμψε τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως λόγω της εγκατάλειψης παραδοσιακών αγροτο-κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων και της μείωσης της εκτατικής κτηνοτροφίας, ως συνέπεια της αστυφιλίας και των ευρύτερων κοινωνικο-οικονομικών μεταβολών. Στην ανάκαμψη αυτή των φυσικών βιότοπων οφείλεται η τρέχουσα επάνοδος πολλών ειδών άγριας ζωής, όπως του αγριόχοιρου και του ζαρκαδιού, που με τη σειρά της επιδρά θετικά στην επανεμφάνιση του λύκου.
Η επιστροφή
Οσον αφορά την επιστροφή του άγριου θηρευτή στην Πάρνηθα, υπήρξαν αρχικά κάποιες ενδείξεις κι έπειτα πολύ συγκεκριμένες αναφορές από ανθρώπους στο βουνό και περιοίκους. Η σύγχυση για το αν επρόκειτο για αδέσποτα σκυλιά ήταν μεγάλη, καθώς οι τελευταίες επιβεβαιωμένες αναφορές για λύκους στην περιοχή χρονολογούνταν από το 1962. Οι πληροφορίες συσχετίστηκαν με άλλες από γειτονικές περιοχές, όπως τα Βίλια, όπου περιηγητές ανέφεραν ότι άκουγαν ουρλιαχτά το βράδυ κ.λπ. Οι επιστήμονες είχαν ενδείξεις ήδη από το 2010 για την επανεμφάνιση ενός μικρού αριθμού μεμονωμένων λύκων στην Πάρνηθα, αλλά η συστηματική έρευνα άρχισε όταν το Δασαρχείο ζήτησε τη συνδρομή της «Καλλιστούς», για να επιβεβαιώσει τις αναφορές που είχαν πια πληθύνει. Οι αυτόματες καταγραφικές κάμερες που τοποθέτησε ο βιολόγος Γιώργος Ηλιόπουλος επιβεβαίωσαν όχι μόνο την ύπαρξη μεμονωμένων ζώων, αλλά και την παρουσία μιας μεγάλης αγέλης η οποία υπάρχει ακόμα στην περιοχή. Σύμφωνα με τον ερευνητή, ο ελάχιστος αριθμός των μελών της υπολογίζεται σε οκτώ άτομα. Είναι απίθανο να υπάρχει μεγαλύτερος πληθυσμός, αφού με βάση επιστημονικά τεκμηριωμένες μεθόδους καταμέτρησης η πληθυσμιακή πυκνότητα των λύκων στη φύση υπολογίζεται σε μόλις δύο άτομα ανά 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Υπάρχει μια φυσική ρύθμιση των πληθυσμών τους μέσω διασποράς και εποικισμού όταν το απόθεμα τροφής σε μια περιοχή δεν επαρκεί. Οι λύκοι εποίκισαν την Πάρνηθα ακολουθώντας μια πορεία χρόνων με αφετηρία την κεντρική Πίνδο και μέσω της ορεινής αλυσίδας Παρνασσού-Ελικώνα-Κιθαιρώνα «κατέβηκαν» πάλι στην Αττική.
Η επανεμφάνιση του λύκου στην Πάρνηθα είναι αποτέλεσμα της αυξητικής τάσης του πληθυσμού του που παρατηρείται τα τελευταία 15-20 χρόνια όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και αλλού στην Ευρώπη, επισημαίνει ο κ. Γιώργος Ηλιόπουλος, που έχει ειδικευτεί στη βιολογία του λύκου και ερευνά συστηματικά το είδος από το 1997. Οι βασικοί λόγοι αυτής της αύξησης έχουν να κάνουν με τη βελτίωση του νομικού καθεστώτος προστασίας της άγριας ζωής και την αποκατάσταση των φυσικών, ορεινών οικοσυστημάτων.
Εκκρεμεί, ωστόσο, ακόμα η εμπεριστατωμένη καταγραφή τους στην Πάρνηθα. Η «Καλλιστώ» έχει υποβάλει προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Ενωση πρόγραμμα για την παρακολούθηση και την καταγραφή του λύκου στη Στερεά Ελλάδα και, σε συνεργασία με το Δασαρχείο και τον Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού, έχει ενταχθεί σε αυτό και η Πάρνηθα. Υπάρχει ακόμα ανάγκη περαιτέρω μελέτης όσον αφορά την αλληλεπίδραση του λύκου με τους πληθυσμούς των ελαφιών, σημείο που επισημαίνουν τόσο οι οικολόγοι όσο και οι κυνηγοί.
Τα περίπου 1.000 ελάφια της Πάρνηθας αποτελούν μοναδική περίπτωση: είναι κυριολεκτικά απομονωμένα στη γεωγραφική περιοχή της Αττικής, μη έχοντας την ευχέρεια να δεχτούν τη θετική επίδραση της διασποράς τους σε άλλες περιοχές. Η Πάρνηθα μαζί με τη Ροδόπη είναι τα μόνα οικοσυστήματα στην Ελλάδα όπου ενδημούν σε ικανοποιητικούς αριθμούς φυσικοί πληθυσμοί ελαφιού, γεγονός ιδιαίτερης σημασίας σε εθνική κλίμακα. Για χρόνια υπήρχε η πεποίθηση ότι τα σημερινά ελάφια της Πάρνηθας προέρχονται από ζώα που εισήχθησαν από τη Δανία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία για να εμπλουτίσουν τους πληθυσμούς των βασιλικών κτημάτων, σε μια χρονική περίοδο απ’ τις αρχές του 20ού αιώνα έως και τη δεκαετία του ’60. Ωστόσο, πρόσφατη γενετική μελέτη του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έδειξε ότι το 75% των ελαφιών της Πάρνηθας έλκουν την καταγωγή τους από τον αυτόχθονα πληθυσμό, ένδειξη της ανώτερης προσαρμοστικότητάς τους σε σχέση με τα εισαχθέντα ζώα. Μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 2007, η άφθονη βλάστηση που εμφανίστηκε ως φυσικό επακόλουθο στις καμένες εκτάσεις και η έλλειψη φυσικών εχθρών οδήγησαν σε σημαντική αύξηση του αριθμού των ελαφιών. Ωστόσο ο πληθυσμός τους παραμένει ιδιαίτερα ευάλωτος στις απειλές, όπως η λαθροθηρία, οι πυρκαγιές, τα αδέσποτα σκυλιά και τώρα ο λύκος. Η θήρευση ενός αριθμού ελαφιών από τον λύκο που δεν ξεπερνά το ποσοστό της φυσικής θνησιμότητάς τους δεν αντιπροσωπεύει κίνδυνο για τον πληθυσμό τους. Παράλληλα, και καθώς η πυκνότητα των ζώων εμφανίζεται τοπικά αυξημένη και θεωρείται υπεύθυνη για τη δυσκολία ανόρθωσης του δάσους στις καμένες εκτάσεις, η παρουσία των λύκων μπορεί να λειτουργήσει εξισορροπητικά.
Λύκος, όπως άνθρωπος
Η κοινωνία των λύκων έχει τεράστιες ομοιότητες με την κοινωνία των ανθρώπων, μας εξηγεί ο κ. Γιώργος Ηλιόπουλος, ο βιολόγος της οργάνωσης «Καλλιστώ» που κατέγραψε και πιστοποίησε με επιστημονική παρατήρηση πριν από λίγο καιρό την επάνοδο των λύκων στην Πάρνηθα. Προσδίδουμε χαρακτηριστικά και ιδιότητες στον λύκο που διαθέτουμε εμείς οι ίδιοι, σε μια συνειδητή ταύτιση. Επειδή ο λύκος διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά μ’ εμάς, είναι και αυτός κοινωνικό ον, τον κατανοούμε ή πιστεύουμε ότι τον κατανοούμε ευκολότερα μέσα από αυτή τη νοητική διαδικασία. Δύσκολα θα ταυτιστούμε, π.χ., με μια… τσιπούρα, όχι όμως μ’ ένα ζώο που ερωτεύεται, κάνει πολέμους, οριοθετεί περιοχές, αγαπάει, μισεί, σκοτώνει, συμπεριφέρεται υπό μία έννοια κατ’ εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου.
Στο διαπεραστικό, οξύ, ανεξιχνίαστο βλέμμα του λύκου η ανθρώπινη φύση αναγνωρίζει θεμελιώδη συστατικά στοιχεία της δικής της, ανεξίτηλης από τον χρόνο και την εξέλιξη, ταυτότητας: αφοσίωση, προδοσία, αμοιβαιότητα. Αλλά και πολλά επιμέρους: τον φόβο που εκδηλώνεται κατά περίσταση με υποχωρητικότητα ή επιθετικότητα, τη βασανιστική πρόσδεση στην ακατάπαυστη μάχη της επιβίωσης, την κοινωνικότητα που εξυπηρετεί ανάγκες, τον μοχθηρό ανταγωνισμό για την επικράτηση και την αναπαραγωγή. Ο Νορβηγός φωτογράφος Christian Houge, που εισχώρησε στον κόσμο των λύκων στα πυκνά δάση της πατρίδας του και τους απαθανάτισε με τον φακό του, διαπίστωσε ότι τα ζώα μιας αγέλης είχαν και αυτά διαφορετικές, διακριτές προσωπικότητες, όπως ακριβώς μια κοινότητα ανθρώπων. Από νταήδες και επιθετικούς έως ανοιχτόκαρδους και περίεργους…
Επιστροφή στην ενότητα ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ